αυτότοκος

αυτότοκος
αὐτότοκος, -ον (Α)
(για θηλ. ζώο) μαζί με τα έμβρυα που πρόκειται να γεννήσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + τόκος < τίκτω (πρβλ. αρτίτοκος, επίτοκος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αὐτότοκον — αὐτότοκος young and all masc/fem acc sg αὐτότοκος young and all neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοτόκων — αὐτότοκος young and all masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοτόκῳ — αὐτότοκος young and all masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτο- — [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με ιδιαίτερη επίδοση στη μεθομηρική και όψιμη Ελληνική καθώς και στη Νεοελληνική. Κατά τη σύνθεση, ο τ. εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”